- ἀμόγητος
- ἀμόγ-ητος, ον, ([etym.] μογέω)A untiring, h.Hom.8.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμόγητος — ἀμόγητος, ον (Α) ακαταπόνητος, ακούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μογέω «κοπιάζω, υποφέρω». ΠΑΡ. αρχ. ἀμογητί] … Dictionary of Greek
κἀμόγητος — ἀμόγητος , ἀμόγητος untiring masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόγητε — ἀμόγητος untiring masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόγητοι — ἀμόγητος untiring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμογητί — ἀμογητὶ επίρρ. (Α) [ἀμόγητος] δίχως κόπο ή προσπάθεια, ακούραστα … Dictionary of Greek